ξεκοριάζω

ξεκοριάζω
1. καθαρίζω κάτι ή από κάπου τους κοριούς
2. απαλλάσσομαι από τους κοριούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + κοριάζω (< κοριός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκόριασμα — το [ξεκοριάζω] καθάρισμα ή απαλλαγή από τους κοριούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”